- ἐπιπέμψαι
- ἐπιπέμπωsend afteraor inf actἐπιπέμψαῑ , ἐπιπέμπωsend afteraor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεόκτιστος — και νιόκτιστος και νιόχτιστος, η, ο (ΑΜ νεόκτιστος και ποιητ. τ. νεόκτιτος, η, ον) αυτός ο οποίος κτίστηκε πρόσφατα ή αυτός που ιδρύθηκε πρόσφατα («Μίλητον μὲν ἔα καὶ τὴν νεόκτιστον ἐν Θρηΐκη πόλιν», Ηρόδ.) μσν. (για πρόσ.) αυτός που διορίστηκε… … Dictionary of Greek